- ρακιτζήδικο
- το, Ν [ρακιτζής]εργοστάσιο όπου παράγεται η ρακή ή κατάστημα όπου πωλείται το παραπάνω ποτό..
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρακοπωλείο — και ρακοπουλειό, το, Ν [ρακοπώλης] κατάστημα πώλησης ρακής ή κατάστημα όπου παρέχεται ρακή ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά για πόση, ρακιτζήδικο … Dictionary of Greek